χαϊμαλί — το (λ. τουρκ.), φυλαχτό: Από μικρός φοράει το χαϊμαλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεξιβάσκανο — το αυτό που προφυλάσσει από τη βασκανία, φυλαχτό, χαϊμαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. αλεξι * (< αλέξω) + βασκανία] … Dictionary of Greek
δίφθογγος — Ομάδα δύο φωνηέντων που ανήκουν στην ίδια συλλαβή. Στην ιστορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών οι δ. δεν παρουσιάζουν σταθερότητα· υπόκεινται σε ισχυρές και περιοδικές τάσεις προς σύμπτυξη ή μονοφθογγοποίηση: η σύμπτυξη συνίσταται στην εξαφάνιση του… … Dictionary of Greek
εγκόλπιο — το 1. κόσμημα ή φυλαχτό, που κρέμεται από το λαιμό μας, χαϊμαλί, γκόλφι. 2. μικρό βιβλίο περιληπτικό, εκλαϊκευτικό, που περιέχει τα κύρια στοιχεία επιστήμης, τέχνης κτλ., βιβλίο τσέπης: Εγκόλπιο εφέδρου αξιωματικού. 3. (εκκλησ.), ασημένια εικόνα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλαχτό — το αντικείμενο για το οποίο πιστεύεται ότι προφυλάγει τον κάτοχό του από κινδύνους και συμφορές, φυλαχτάρι, χαϊμαλί, φετίχ, μασκότ: Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω για την κάθε λύπη, καθετί κακό,... μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό (Γ. Δροσίνης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)