χαϊμαλί

χαϊμαλί
το, Ν
1. φυλαχτό, περίαπτο
2. στον πληθ. τα χαϊμαλια
ειρων. πολλά και άκομψα κοσμήματα («τί μού φόρεσες αυτά τα χαϊμαλιά;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamail ή, κατ' άλλη άποψη, hamaili, μέσω ενός τ. *χαμαϊλί με μετάθεση τού -ι-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαϊμαλί — το (λ. τουρκ.), φυλαχτό: Από μικρός φοράει το χαϊμαλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεξιβάσκανο — το αυτό που προφυλάσσει από τη βασκανία, φυλαχτό, χαϊμαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. αλεξι * (< αλέξω) + βασκανία] …   Dictionary of Greek

  • δίφθογγος — Ομάδα δύο φωνηέντων που ανήκουν στην ίδια συλλαβή. Στην ιστορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών οι δ. δεν παρουσιάζουν σταθερότητα· υπόκεινται σε ισχυρές και περιοδικές τάσεις προς σύμπτυξη ή μονοφθογγοποίηση: η σύμπτυξη συνίσταται στην εξαφάνιση του… …   Dictionary of Greek

  • εγκόλπιο — το 1. κόσμημα ή φυλαχτό, που κρέμεται από το λαιμό μας, χαϊμαλί, γκόλφι. 2. μικρό βιβλίο περιληπτικό, εκλαϊκευτικό, που περιέχει τα κύρια στοιχεία επιστήμης, τέχνης κτλ., βιβλίο τσέπης: Εγκόλπιο εφέδρου αξιωματικού. 3. (εκκλησ.), ασημένια εικόνα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλαχτό — το αντικείμενο για το οποίο πιστεύεται ότι προφυλάγει τον κάτοχό του από κινδύνους και συμφορές, φυλαχτάρι, χαϊμαλί, φετίχ, μασκότ: Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω για την κάθε λύπη, καθετί κακό,... μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό (Γ. Δροσίνης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”